- αθυρσος
- ἄθυρσοςἄ-θυρσος2не имеющий тирса Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άθυρσος — ἄθυρσος, ον (Α) [θύρσος] αυτός που δεν έχει θύρσο … Dictionary of Greek
ἀθύρσους — ἄθυρσος without thyrsus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυρσοι — ἄθυρσος without thyrsus masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek